-
1 ὀκρυόεις
A = κρυόεις, chilling, horrible,πολέμου.. ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.64
; ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (Helen loq.) 6.344 ;ὀ. φόβος A.R.2.607
; ὀ. βᾶρις, of Charon's boat, AP7.67 (Leon.) ;ἀταρπιτὸς ὀ. Parm.
(?)20 ;ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex.Adesp. 1.7
. (Freq. confused with ὀκρυόεις : ὀκρυόεις may have arisen from an early mistake in the division of words in Hom. (leg. ἐπιδημίοο κρυόεντος, κακομηχάνοο κ.) ; or ὀκ. may be cogn. with Skt. άσρυ, Lith. ašara 'tear', and the Adj. would then mean tearful.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκρυόεις
См. также в других словарях:
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek